του Μάρκου Φ. Δραγούμη*
Η Δόμνα ήταν μια ανεπανάληπτη φωνή του δημοτικού μας τραγουδιού με τεράστια συμβολή στη διάδοσή του κατά το δεύτερο μισό του 20ού αι. κι ως τις μέρες μας.
Με τη Δόμνα μας ένωναν αμοιβαία φιλικά αισθήματα.Τη γνώρισα στη σχολή του «Συλλόγου προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής» του Σίμωνα Καρά όπου όταν εγώ ξεκινούσα να σπουδάζω εκεί το 1958, εκείνη ήταν ήδη τελειόφοιτος. Συνήθως συναντιόμασταν στις συγκεντρώσεις της χορωδίας του «Συλλόγου» που συμμετείχε στην εκπομπή «Ελληνικοί Αντίλαλοι» του Καρά. Εκείνος διάλεγε τα τραγούδια κι έκανε τις πρόβες στο παλιό κτήριο της «Σχολής» του στην οδό Λέκκα και την ορισμένη μέρα και ώρα, μας οδηγούσε στα στούντιο του ΕΙΡ στο Ζάππειο όπου και μας ηχογραφούσαν. Πολύ συχνά ο Καράς έβαζε τη Δόμνα να τραγουδήσει κανένα σόλο όπως κι άλλες μαθήτριές του. Τα ανδρικά σόλο τα τραγουδούσε συνήθως εκείνος. Μας συνόδευε πάντα λαϊκή ορχήστρα με εκλεκτούς οργανοπαίχτες.
Μετά τη Σχολή -από την οποία έφυγα το 1960- έβλεπα καμιά φορά τη Δόμνα στο κτήριο του ΕΙΡ στην οδό Ρηγίλλης όπου δούλευε δίπλα στον Καρά στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής. Το ΤΕΜ είχε δραστηριοποιηθεί στην καταγραφή και μετάδοση των τότε σημαντικότερων οργανοπαικτών και τραγουδιστών της δημοτικής μας μουσικής. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 βρήκα τη Δόμνα στο Ροντέο να τραγουδάει παραδοσιακά δίπλα στον Διονύση Σαββόπουλο. Οι εμφανίσεις της εκεί την έκαναν γνωστή στο ευρύτερο αθηναϊκό κοινό και το 1974 την κάλεσα στο Κολλέγιο Ψυχικού -όπου δίδασκα- να τραγουδήσει με τους μουσικούς της σε μια από τις μηνιαίες συναυλίες του σχολείου μας. Τότε ήταν που μου ζήτησε να σχολιάσω δυο δίσκους LP που ετοίμαζε με την Columbia: Το «Έχε γεια Παναγιά» και το «Σουραύλι». Λίγο αργότερα συνεργαστήκαμε σε άλλα δυο LP της: «Στης Πικροδάφνης τον Ανθό» και «Ξενιτεμένο μου Πουλί». Έγραψα επίσης τα σχόλια για τις συναυλίες που έδωσε στο Λονδίνο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Μπαχ το 1971 και 1973.
Με τους δίσκους αυτούς και τις τηλεοπτικές εκπομπές «Μουσικό Οδοιπορικό» των ετών 1976-77 η Δόμνα έγινε πια γνωστή στο πανελλήνιο. Και το 1981 ίδρυσε τον «Καλλιτεχνικό Σύλλογο Δημοτικής Μουσικής - Δόμνα Σαμίου» με σκοπό «τη διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής και κυρίως την έκδοση δίσκων και τη διοργάνωση εκδηλώσεων με αυστηρές επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές μακριά από τις απαιτήσεις των εμπορικών εταιρειών». Αργότερα (1994) ανέλαβε την τάξη του δημοτικού τραγουδιού στο «Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων» της Αθήνας. Από το 1960 ως το 2005 η Δόμνα έδωσε εκατοντάδες συναυλίες με αφάνταστη ζωντάνια και δυναμισμό. Κορυφαίο γεγονός υπήρξε η εμφάνισή της τον Οκτώβριο του 1998 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Και αργότερα όπως μπορεί κανείς να διαβάσει στην ιστοσελίδα της «είδε το έργο της να αναγνωρίζεται πολλαπλά με αποκορύφωση την απονομή μεταλλίου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο το 2005».
Κατά τη διάρκεια της καριέρας της η Δόμνα κυκλοφόρησε στο βινύλιο εκτός από αρκετά 45άρια και καμιά εικοσαριά LP. Επίσης πάνω από 25 CD. Μάλιστα μερικοί δίσκοι της γυρίστηκαν από ξένες εταιρείες στη Γαλλία και Σουηδία. Στους δίσκους της (LP και CD) συμμετείχαν πάντα κι άλλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες όπως ο Χρόνης Αηδονίδης και ο Τάσος Χαλκιάς, αλλά και τραγουδιστές που ανακάλυπτε η ίδια όπως την Κλεονίκη Τζοανάκη και τον Παναγιώτη Μπαγάνη. Αλλά κι εκείνη συνεργάστηκε αφιλοκερδώς το 2002 με τους «Φίλους του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ» τραγουδώντας εκ περιτροπής με άλλους Καππαδοκικά και Σαμοθρακίτικα σε δυο CD των «Φίλων» όπου ο Θανάσης Μωραΐτης και ο γράφων είχαμε την επιμέλεια. Από τις πολλές συνεντεύξεις που έδωσε η Δόμνα κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά, θα ήθελα τώρα εν κατακλείδι, να παραθέσω αυτά που είπε στον Χρήστο Καρυώτη στα μέσα της δεκαετίας του 1990 για το περιοδικό «Δίφωνο» σχετικά με τα πρώτα χρόνια της ζωής της και τη μύησή της στη μουσική.
«Γεννήθηκα το 1928. Η μάνα μου ήρθε στην Καισαριανή το 1922 με την καταστροφή, ο πατέρας μου αργότερα με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1924. Μέναμε σε μια μικρή καλύβα σ’ ένα συνοικισμό που θύμιζε έντονα Μικρά Ασία. Οι αναμνήσεις ήταν ακόμα πολύ νωπές γι’ αυτούς τους ανθρώπους που ξαφνικά μια μέρα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Οπότε καταλαβαίνεις ότι δεν ακούγαμε τίποτ’ άλλο από μικρασιατικά τραγούδια. Μέσα σ’ αυτή τη μικρή κλειστή κοινωνία δεν έφτανε τίποτα απ’ έξω. Ούτε ξέραμε για κλασική μουσική, ούτε για συναυλίες, τίποτα. Μόνος τόπος διασκέδασης ήταν ένα καφενεδάκι κοντά στην παράγκα μας, όπου ερχόταν συχνά κάποιος μ’ ένα γραμμόφωνο και σου έπαιζε τον δίσκο που ήθελες. Κάτι σαν το juke box, αργότερα. Ήμουν παιδάκι πέντε-έξι χρόνων τότε, αλλά θυμάμαι τα τραγούδια της εποχής. Τα «Λεμονάδικα» (κάτω στα λε-, κάτω στα λε-, κάτω στα λεμονάδικα… μου τραγουδάει) ή το «Χαρικλάκι» (χτες το βράδι Χαρικλάκι…). Αυτά λοιπόν γράφτηκαν μέσα μου. Εκείνο όμως που βοήθησε πολύ ήταν ότι έψελνα στην εκκλησία. Σε βεβαιώνω ότι ήταν για μένα το κάτι άλλο. Περίμενα πώς και πώς την Κυριακή να βάλω το καλό μου φορεματάκι και να πάω ν’ ακούσω τη Λειτουργία που την είχα μάθει απέξω. Όχι μόνο αυτή που έλεγε ο παπάς αλλά κι ό,τι απαντούσε ο ψάλτης. Η δε Μεγάλη Εβδομάδα ήταν για μένα ό,τι καλύτερο».
Αυτή ήταν η Δόμνα. Μια γνήσια Ελληνίδα με πάθος για τη μουσική μας παράδοση που κατάφερε να την περάσει από τη μερική έστω ανυποληψία στην πανελλήνια (αλλά και πέραν των συνόρων μας) αναγνώρισή της.
* Ο Μάρκος Δραγούμης είναι μουσικολόγος
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=676105
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου